σιγανά

σιγανά
см. σιγά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σιγανά" в других словарях:

  • σιγανά — Ν επίρρ. βλ. σιγανός …   Dictionary of Greek

  • ήκα — ἦκα (Α) επίρρ. 1. (για τόπο ή κίνηση) λίγο, ελαφρά («ἦκ ἐπ ἀριστερά», Ομ. Ιλ.) 2. μαλακά, ήσυχα, με πραότητα, ήπια («ἀπώσατο ἦκα γέροντα», Ομ. Ιλ.) 3. (για ήχο) ήσυχα, σιγανά («ἦκα ἀγόρευον», Ομ. Ιλ.) 4. (για όψη) λεία, ελαφρά («ἦκα στίλβοντες… …   Dictionary of Greek

  • ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • ανασταλάζω — βρέχω σιγανά και επίμονα, ψιλοβρέχω …   Dictionary of Greek

  • γαληνός — (Πέργαμος 129 – Ρώμη ή Πέργαμος 201 μ.Χ.). Έλληνας γιατρός, φυσιολόγος και συγγραφέας. Περίφημος γιατρός της αρχαιότητας, θεωρήθηκε δεύτερος μετά τον μέγα Ιπποκράτη. Έμεινε για πολλά χρόνια στη Ρώμη, όπου ήταν χειρουργός των μονομάχων και… …   Dictionary of Greek

  • εναπηχούμαι — ἐναπηχοῡμαι ( έομαι) (Α) αντηχώ ελαφρά, σιγανά …   Dictionary of Greek

  • κλαυθμυρίζω — (Α κλαυθμυρίζω) (για βρέφη) κλαίω συνεχώς και σιγανά, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («τοῑσι δὲ παιδίοισι σπασμοὶ γίνονται, ἤν... ἐκπλαγέωσι καὶ κλαυθμυρίζωσι», Ιπποκρ.) αρχ. 1. κάνω κάποιον να κλαίει («μιμεῑσθαι τὰς τιτθάς, αἵτινες, ἐπειδὰν τὰ παιδία… …   Dictionary of Greek

  • κλαψουρίζω — και κλαουρίζω [κλαψούρα] 1. κλαίω συνεχώς και σιγανά 2. μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζω …   Dictionary of Greek

  • κνύζω — (Α) 1. ξύνω 2. παράγω άναρθρο ήχο 3. (για σκύλους) γαυγίζω σιγανά με παράπονο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κνυζῶ (Ι) κατά τα βαρύτονα ρ.] …   Dictionary of Greek

  • κρυφοβράζω — 1. βράζω σιγανά, χωρίς να γίνεται αντιληπτός ο βρασμός 2. είμαι θυμωμένος ή βρίσκομαι σε ψυχικό αναβρασμό χωρίς να εκδηλώνω τα αισθήματά μου, καταπνίγω, συγκρατώ την αγανάκτησή μου …   Dictionary of Greek

  • κρυφομουρμούρισμα — το [κρυφομουρμουρίζω] 1. κρυφή ή ψιθυριστή συζήτηση, μυστική συνεννόηση, σιγανή συνομιλία 2. το να μιλά κανείς κατ ιδίαν και σιγανά, χωρίς να απευθύνεται σε άλλον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»